Τι είναι η προσέγγιση NARM™
Σύνδεση: Η βαθύτερη επιθυμία και ο μεγαλύτερος φόβος μας
Το ΝευροΘυμικό Σχεσιακό Μοντέλο (NeuroAffective Relational Model™) ΝΑRM™ είναι ένα πρόγραμμα προηγμένης επαγγελματικής εξειδίκευσης για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας που εργάζονται με το σύνθετο τραύμα. Πρόκειται για μια νευροβιολογικά ενημερωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση του σχεσιακού και αναπτυξιακού τραύματος, που εστιάζει στη θεραπευτική εργασία με τα πρότυπα τραυματικής πρόσδεσης και τα συνεπακόλουθα μακροχρόνια ψυχοβιολογικά συμπτώματα και διαπροσωπικές δυσκολίες.
Σύγχρονα νευροεπιστημονικά ευρήματα τεκμηριώνουν, πως αυτά τα πρώιμα, ασυνείδητα πρότυπα αποσύνδεσης επηρεάζουν εις βάθος την ταυτότητα, τα συναισθήματα, τη νευροφυσιολογία, τη συμπεριφορά και τις σχέσεις. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση σε μια θεραπευτική προσέγγιση όπως είναι η μέθοδος NARM, που επικεντρώνεται ταυτόχρονα σε αυτά τα διαφορετικά επίπεδα αποτελεί μια ανεκτίμητη θεραπευτική επιλογή που βασίζεται στην σύγχρονη επιστημονική γνώση σχετικά με το τραύμα, συμβάλλοντας σε μια πληρέστερη κατανόηση των δυσμενών παιδικών εμπειριών (Adversity Childhood Experiences - ACEs).
Το αναπτυξιακά προσανατολισμένο και νευροεπιστημονικά τεκμηριωμένο μοντέλο, όπως περιγράφεται στο βιβλίο Healing Developmental Trauma των Dres. Laurence Heller & Α. La Pierre έχει τις ρίζες του σε παλαιότερους ψυχοθεραπευτικούς προσανατολισμούς, όπως η Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεία, η Σωματική Ψυχοθεραπεία, η Θεωρία του Πρωταρχικού Δεσμού ή Πρόσδεσης, η Γνωστική Θεραπεία, η Θεραπεία Gestalt και η μέθοδος Somatic Experiencing® και συνδέει την παραδοσιακή ψυχοθεραπεία με τις σωματικές προσεγγίσεις μέσα σε ένα πλαίσιο σχεσιακής πρακτικής. Η προσέγγιση NARM είναι μια κλινική θεραπεία που βασίζεται στην ενσυνειδητότητα, ενώ είναι θεμελιωμένη σε μια φαινομενολογική προσέγγιση των θεμάτων της ταυτότητας, της καλλιέργειας επίγνωσης του εαυτού και των σχέσεων. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η θεραπεία του σύνθετου τραύματος γίνεται ένα μέσο μετασχηματισμού σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια ο ρόλος της αυτορρύθμισης αποτελεί σημαντικό μέρος της ψυχολογικής σκέψης. Η προσέγγιση NARM ενσωματώνει την τρέχουσα κατανόηση της αυτορρύθμισης στην κλινική πρακτική. Αυτό το μη παλινδρομητικό μοντέλο που προσανατολίζεται στις εσωτερικές και εξωτερικές πηγές δύναμης, βοηθά τους θεραπευόμενους να εδραιώσουν τη σύνδεση με τα μέρη του εαυτού τους που είναι οργανωμένα, συνεκτικά και λειτουργικά. Επιπλέον, τους υποστηρίζει να αποκτήσουν επίγνωση και να οργανώσουν τα μέρη του εαυτού τους που είναι αποδιοργανωμένα και δυσλειτουργικά, χωρίς να καθιστά τα στοιχεία αυτά ως το πρωταρχικό επίκεντρο της θεραπείας.
Βασικές αρχές
Η προσέγγιση NARM επικεντρώνεται στους θεμελιώδεις στόχους και στη λειτουργική σύνδεση μεταξύ της βιολογικής και της ψυχολογικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα:
-
Ενσωματώνει ένα σχεσιακό προσανατολισμό βασισμένο στο νευρικό σύστημα.
-
Παρέχει αναπτυξιακά βασισμένες κλινικές παρεμβάσεις που αξιοποιούν τη σωματική ενσυνειδητότητα και ένα προσανατολισμό προς τους εσωτερικούς και εξωτερικούς πόρους για την ενίσχυση της αυτορρύθμισης στο νευρικό σύστημα.
-
Επεξεργάζεται κλινικά τη σχέση μεταξύ των ψυχολογικών προβλημάτων και του σώματος, βοηθώντας τους θεραπευόμενους να αποκτήσουν πρόσβαση στην αυτορρυθμιζόμενη ικανότητα του σώματος και υποστηρίζοντας την επαναρύθμιση του νευρικού τους συστήματος.
-
Χρησιμοποιεί την ενσυνείδητη διερεύνηση των βαθύτερων ταυτίσεων και αντι-ταυτίσεων που θεωρούμε ως ταυτότητά μας.
Στην προσέγγιση NARM, εργαζόμαστε ταυτόχρονα με τη νευροφυσιολογία και την ψυχολογία του ατόμου που έχει βιώσει αναπτυξιακό τραύμα και εστιάζουμε στην αλληλεπίδραση μεταξύ των θεμάτων της ταυτότητας και της ικανότητας για σύνδεση και ρύθμιση.
Το NARM χρησιμοποιεί τέσσερις βασικές οργανωτικές αρχές:
-
την ενίσχυση της σύνδεσης και της οργάνωσης
-
τη διερεύνηση της ταυτότητας
-
τη θεραπευτική εργασία στο παρόν
-
τη ρύθμιση του νευρικού συστήματος
Πέντε Οργανωτικά Αναπτυξιακά Θέματα
Υπάρχουν πέντε αναπτυξιακά θέματα και πέντε συναφείς βασικοί πόροι που είναι ουσιώδεις για την αυτορρύθμιση και που επηρεάζουν την ικανότητά μας να είμαστε παρόντες στον εαυτό μας και στους άλλους:
Σύνδεση: Αισθανόμαστε ότι ανήκουμε στον κόσμο. Είμαστε σε επαφή με το σώμα μας και τα συναισθήματά μας και είμαστε ικανοί για σταθερή σύνδεση με τους άλλους.
Εναρμόνιση: Η ικανότητά μας να γνωρίζουμε ποιες είναι οι ανάγκες μας και να αναγνωρίζουμε, να επιδιώκουμε και να λαμβάνουμε την αφθονία που προσφέρει η ζωή.
Εμπιστοσύνη: Έχουμε μια έμφυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους άλλους. Αισθανόμαστε αρκετά ασφαλείς ώστε να επιτρέπουμε την υγιή αλληλεξάρτηση με τους άλλους.
Αυτονομία: Είμαστε ικανοί να λέμε όχι και να θέτουμε κατάλληλα όρια στους άλλους. Εκφράζουμε την άποψή μας χωρίς ενοχές ή φόβο.
Αγάπη-Έρωτας-Σεξουαλικότητα: Η καρδιά μας είναι ανοιχτή και είμαστε σε θέση να δημιουργούμε ολοκληρωμένες συντροφικές σχέσεις ενσωματώνοντας τη ζωτική σεξουαλική ενέργεια.
Στο βαθμό που αυτές οι πέντε βασικές ανάγκες ικανοποιούνται, βιώνουμε ρύθμιση και σύνδεση. Νιώθουμε ασφάλεια και εμπιστοσύνη στο περιβάλλον μας, ευελιξία, άνεση και σύνδεση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Βιώνουμε μια αίσθηση ρύθμισης και διεύρυνσης. Όταν αυτές οι βασικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται, αναπτύσσουμε επιβιωτικά πρότυπα στην προσπάθειά μας να διαχειριστούμε την αποσύνδεση και τη δυσρύθμιση.
Μια Θεμελιώδης Αλλαγή Προσανατολισμού
Ενώ ένα μεγάλο μέρος της ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας έχει προσανατολιστεί στον εντοπισμό της παθολογίας και στην εστίαση στα προβλήματα, το NARM είναι ένα μοντέλο θεραπείας και ανάπτυξης που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη θεραπευτική εργασία με το υπάρχον δυναμικό και τα αποθέματα καθώς και με τα συμπτώματα. Προσανατολίζεται στους πόρους, τόσο τους εσωτερικούς όσο και τους εξωτερικούς, προκειμένου να υποστηρίξει την ενίσχυση της ικανότητας για αυτορρύθμιση.
Στον πυρήνα αυτού που φαίνεται σαν ένα ευρύ φάσμα σωματικών και συναισθηματικών συμπτωμάτων, τα περισσότερα ψυχολογικά και πολλά από τα σωματικά προβλήματα φαίνεται να οφείλονται στη διαταραχή που έχει παγιωθεί σε ένα, ή σε περισσότερα από τα πέντε οργανωτικά αναπτυξιακά θέματα που σχετίζονται με τα επιβιωτικά πρότυπα.
Αρχικά, τα επιβιωτικά πρότυπα είναι προσαρμοστικά και αντιπροσωπεύουν την ανάπτυξη, όχι την παθολογία. Ωστόσο, επειδή ο εγκέφαλος ανατρέχει στο παρελθόν για να προβλέψει το μέλλον, αυτά τα πρότυπα αποθηκεύονται στο νευρικό μας σύστημα και δημιουργούν μια προσαρμοστική αλλά ψευδή ταυτότητα. Αυτή ακριβώς η παγίωση των επιβιωτικών προτύπων που ήταν πρόσφορα και προστατευτικά στο παρελθόν είναι που στρεβλώνει την παρούσα εμπειρία και δημιουργεί τα συμπτώματα. Τα επιβιωτικά πρότυπα, μη πλέον λειτουργικά, προκαλούν μια συνεχή αποσύνδεση από τον αυθεντικό μας εαυτό και από τους άλλους.
Η προσέγγιση NARM δεν εστιάζει τόσο στις αιτίες για τις οποίες ένα άτομο έχει διαμορφωθεί όπως έχει διαμορφωθεί, όσο στον τρόπο με τον οποίο το επιβιωτικό του πρότυπο στρεβλώνει την παρούσα εμπειρία του. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο άρχισαν να αναπτύσσονται αυτά τα πρότυπα μπορεί να είναι χρήσιμη για το θεραπευόμενο, αλλά είναι χρήσιμη κυρίως στο βαθμό που τα πρότυπα αυτά επηρεάζουν την παρούσα εμπειρία του.
Η Μεταδιαδικασία
Κάθε θεραπευτική παράδοση έχει μια υπόρρητη μεταδιαδικασία, η οποία μαθαίνει στους θεραπευόμενους να συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε κάποια στοιχεία της εμπειρίας τους και να αγνοούν κάποια άλλα. Όταν οι θεραπείες εστιάζουν στην ανεπάρκεια, τον πόνο και τη δυσλειτουργία, οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν να προσανατολίζονται στην ανεπάρκεια, στον πόνο και στη δυσλειτουργία. Η εστίαση στις δυσκολίες του παρελθόντος δεν μειώνει σημαντικά τη δυσλειτουργία, ούτε υποστηρίζει την αυτορρύθμιση.
Η μεταδιαδικασία στην προσέγγισης NARM είναι η ενσυνείδητη αυτεπίγνωση στην παρούσα στιγμή. Ο θεραπευόμενος καλείται να συμμετέχει ενεργά σε μια θεμελιώδη διερευνητική διαδικασία:
«Ποια είναι τα μοτίβα που με εμποδίζουν να είμαι παρών στον εαυτό μου και στους άλλους αυτή τη στιγμή στη ζωή μου;»
Το ερώτημα αυτό διερευνάται σε σχέση με τα ακόλουθα επίπεδα εμπειρίας: γνωστικό, συναισθηματικό, αισθητηριακό-σωματικό (βιωμένη αίσθηση). Η προσέγγιση NARM διερευνά το προσωπικό ιστορικό στο βαθμό που τα πρότυπα από το παρελθόν παρεμποδίζουν το άτομο να είναι σε επαφή με τον εαυτό του και τους άλλους στο παρόν. Ετσι, ενσωματώνει την ενεργή διερεύνηση των σχεσιακών και επιβιωτικών προτύπων του θεραπευόμενου, αξιοποιώντας τα δυνατά του σημεία και βοηθώντας τον να βιώσει μια αίσθηση αυτενέργειας στις δυσκολίες της ζωής του.
Η μεταδιαδικασία στο NARM περιλαμβάνει δύο όψεις ενσυνειδητότητας:
-
τη σωματική ενσυνειδητότητα ( somatic mindfulness) και
-
την ενσυνείδητη επίγνωση των οργανωτικών αρχών των προσαρμοστικών επιβιωτικών προτύπων.
Αξιοποιώντας μια διττή επίγνωση που είναι θεμελιωμένη στην παρούσα στιγμή, το άτομο αρχίζει να συνειδητοποιεί τα γνωστικά, συναισθηματικά και σωματικά του πρότυπα που ξεκίνησαν στο παρελθόν χωρίς να παγιδεύεται στην άποψη ότι το παρελθόν είναι πιο σημαντικό από το παρόν. Η θεραπευτική εργασία στην προσέγγιση NARM ενισχύει προοδευτικά τη σύνδεση με τον εαυτό στην παρούσα στιγμή. Η παρακολούθηση της διαδικασίας σύνδεσης-αποσύνδεσης και ρύθμισης-δυσρύθμισης στο παρόν βοηθά τους θεραπευόμενους να συνδεθούν με την αίσθηση της αυτενέργειας, μειώνοντας παράλληλα την αίσθηση ότι είναι θύματα της παιδικής τους ηλικίας.
Οι τεχνικές που προσανατολίζονται στους πόρους και επεξεργάζονται τις ανεπαίσθητες αλλαγές του νευρικού συστήματος είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Η θεραπευτική εργασία με το νευρικό σύστημα είναι θεμελιώδους σημασίας για την αναχαίτιση των προβλεπτικών τάσεων του εγκεφάλου. Η σύνδεση με το σώμα μας και με τους άλλους είναι που οδηγεί στη θεραπευτική επαναρύθμιση. Η χρήση τεχνικών που υποστηρίζουν την αυξημένη σύνδεση με τον εαυτό και τους άλλους έχει καθοριστική σημασία για την υποστήριξη της αποτελεσματικής επαναρύθμισης.
Η Ανοδική και η Καθοδική Προσέγγιση
Υπάρχουν συνεχείς βρόχοι πληροφοριών που μεταβιβάζονται από το σώμα στον εγκέφαλο ανοδικά και από τον εγκέφαλο στο σώμα καθοδικά. Παρόμοιοι βρόχοι υπάρχουν και μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων δομών του εγκεφάλου, δηλαδή, μεταξύ του εγκεφαλικού στελέχους, του μεταιχμιακού συστήματος και του νεοφλοιού.
Στο μοντέλο NARM χρησιμοποιείται και η καθοδική και η ανοδική προσέγγιση. Οι καθοδικές προσεγγίσεις δίνουν έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες και στα συναισθήματα, ενώ οι ανοδικές, από την άλλη μεριά, επικεντρώνονται στο σώμα, στη βιωμένη αίσθηση και στις ενστικτώδεις αποκρίσεις, καθώς διαμεσολαβούνται από το εγκεφαλικό στέλεχος προς τα υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης του εγκεφάλου. Και οι δύο αυτοί προσανατολισμοί διευρύνουν τις θεραπευτικές επιλογές σε σημαντικό βαθμό.
Η Θεραπευτική Εργασία με τη Ζωτική Δύναμη
Όλοι μας κινούμαστε αυθόρμητα προς τη σύνδεση και την υγεία. Ανεξάρτητα από το πόσο έχουμε αποσυρθεί ή απομονωθεί ή πόσο σοβαρό είναι το τραύμα που έχουμε βιώσει, στο βαθύτερο επίπεδο, υπάρχει στον καθένα μας μια ώθηση προς τη σύνδεση και την ίαση, όπως ακριβώς ένα φυτό κινείται αυθόρμητα προς το φως του ήλιου. Αυτή η οργανισμική ώθηση είναι η «καύσιμη ύλη» της προσέγγισης NARM.